Στη νέα ταινία του Antoine Fuqua «Ο αριστερόχειρας» (Southpaw), ο Τζέικ Τζίλενχαλ υποδύεται έναν μποξέρ. Ένας ρόλος που απαιτούσε από εκείνον ιδιαίτερα έντονη φυσική μεταμόρφωση και όχι μόνο.
Σε συνέντευξή του στην βρετανική Guardian, ο ηθοποιός μιλά για τις επαγγελματικές προκλήσεις τις οποίες αναζητά για να αισθανθεί ολοκληρωμένος, καθώς και για την έννοια της στέρησης.
Ο ήρωας που υποδύεται, ο Billy Hope, είναι ένας «ταραχώδης» και «προβληματικός» μποξέρ, ένας άνθρωπος που η εμφάνιση του διακρίνεται από «απειλητικούς μυς».
Αναμφισβήτητα, η σωματική μεταμόρφωση του ηθοποιού αναδεικνύεται στο σήμα – κατατεθέν του. Η διάπλασή του στον «Αριστερόχειρα» αποτελεί ένα τεράστιο άλμα, σε σχέση με το υπερβολικά αδύνατο σώμα του στον «Νυχτερινό ανταποκριτή», όπου υποδυόταν τον «μακάβριο» ανταποκριτή ειδήσεων.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της νέας του ταινίας, ήταν και άπειρες ώρες προπόνησης και έντονης άθλησης και φυσικά μαθήματα πυγμαχίας.
«Μέσα στο ρινγκ αισθάνεσαι εντελώς γυμνός. Ακόμη και όταν απλά κάνεις γύρισμα, ακόμη κι αν απλά πρόκειται για μια ταινία … Κάθε φορά που δεχόμουν ένα πραγματικό χτύπημα, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι ‘πρέπει να είσαι έτοιμος, να έχεις την σωστή οπτική γωνία για τα πράγματα, να είσαι έτοιμος να αντιδράσεις. Αυτό σημαίνει να είσαι ηθοποιός».
Βέβαια, ο ρόλος του μπόξερ στον «Αριστερόχειρα» δεν είναι ο πρώτος «σκληροπυρηνικός» ρόλος του ηθοποιού. Στην ταινία «Σύρριζα» (Jarhead, 2005) υποδυόταν τον «εύθραυστο» πεζοναύτη, στην «Περιπολία» (End of Watch, 2012) υποδυόταν έναν «ανθεκτικό» αστυνομικό και μην ξεχνάμε και τον “Πρίγκηπα της Περσίας”, όπου και εκεί η φυσική του κατάσταση ήταν στα καλύτερα της.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «είναι δύσκολο για ένα ηθοποιό να υποδυθεί έναν μποξερ, να μπει ‘στο πετσί του ρόλου’ και πιστέψτε με, ανήκω στους ηθοποιούς που λαμβάνουν σοβαρά την υποκριτική».
Ο Νταν Γκιλρόι, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του «Νυχτερινού ανταποκριτή» (και -έτσι για την ιστορία- ένας εκ των σεναριογράφων του The Bourne Legacy), εκτιμά ότι ο Τζίλενχαλ βρήκε ελκυστικό τον ρόλο του Billy Hope για δυο λόγους. Ο ένας ήταν η σωματική μεταμόρφωση και ο άλλος, η ανάγκη του να κατανοήσει το κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο του εν λόγω ήρωα, να μπει στην ψυχοσύνθεσή του, να βιώσει την κοινωνική σκληρότητα και να καταλάβει τον κοινωνικό του αγώνα … “Ο Τζέικ θα μπορούσε να επιλέξει να παίξει σε οποιαδήποτε χολιγουντιανή ταινία με σουπερ ήρωες. Εκείνος, ωστόσο, προτιμά να κάνει πιο ιδιαίτερες επιλογές, όπως τον ‘Νυχτερινό ανταποκριτή’», συνεχίζει ο Γκιλρόι. “Και για να το κάνει αυτό, έχασε πολλά κιλά και αναγκάστηκε να έρθει σε κόντρα με τη λογική της βιομηχανίας – η συνήθης θέση της οποίας είναι ‘όχι’”. Ο Γκιλρόι, θυμάται την αντίδραση ενός στελέχους της παραγωγής: «Τι εννοείς όταν λες ότι θέλεις να χάσεις κιλά; Μην χάσεις βάρος! Ο κόσμος σε ξέρει σαν Τζέικ και ως Τζέικ σε προσλαμβάνουμε. Κάνε απλά ένα ωραίο κούρεμα και θα αρέσεις σε όλες τις γυναίκες»! «Έτσι λειτουργεί η βιομηχανία. Εκείνος όμως δεν ακούει. Επιμένει στο δικό του”.
Ο ηθοποιός δηλώνει … “Γοητεύομαι από το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και ως άνθρωπος, η σωματική κατάσταση είναι πολύ σημαντική. Έχω σπρώξει τον εαυτό μου στα όρια. Με τον ‘Νυχτερινό ανταποκριτή’ για παράδειγμα, αναζητούσα την φυσική εκείνη κατάσταση στην οποία θα έφτανα μέσω της στέρησης. Δεν είχε να κάνει με την απώλεια βάρους αυτή καθεαυτή. Είχε να κάνει με το τι συμβαίνει όταν στερείσαι”.
Ο Γκιλρόι προσθέτει για τον ηθοποιό ότι σπρώχνει τον εαυτό του στα άκρα περισσότερο από όσο θα τον έσπρωχνε οποιοσδήποτε σκηνοθέτης. «Διεισδύει στον ρόλο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό που έχω γνωρίσει».
Ο Τζίλενχαλ ήταν φιλόδοξος από τα πρώτα του βήματα.
Γιος του σκηνοθέτη Στέφεν Τζίλενχαλ και της σεναριογράφου Ναόμι Φόνερ και αδερφός της εξίσου πολύ καλής ηθοποιού Μάγκι Τζίλενχαλ, γεννημένος στις 19 Δεκεμβρίου 1980 στο Λος Αντζελες, ο Τζέικ άρχισε να παίζει σε ταινίες στην ηλικία των δέκα.
Σπούδασε ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια για δύο χρόνια, μέχρι το 2000, όπου το παράτησε για να επικεντρωθεί πιο πολύ στην καριέρα του ως ηθοποιός. Βέβαια ο ίδιος θα εξομολογηθεί αργότερα: “Θα ήθελα να έχω τελειώσει και να έχω πάρει το πτυχίο μου”.
Η φιλμογραφία του αποτελείται από τελείως αντίθετους ρόλους, όπως είναι ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος στο “October Sky” (1999) και στο “Donnie Darko” (2001) που ακολούθησε λίγο μετά.
Λίγο μετά κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο. Έπαιξε στην σκηνή του Λονδίνου στο έργο του Κένεθ Λόνεργκαν “This is our youth”. Ο Τζίλενχαλ είχε πει: “Κάθε ηθοποιός που θαυμάζω έχει κάνει θέατρο, άρα έπρεπε να το δοκιμάσω”. Το έργο, που πήρε εξαιρετικές κριτικές στο Μπρόντγουει, παίχτηκε για οχτώ εβδομάδες.
Το 2004, τον είδαμε στο blockbuster “The Day After Tomorrow” στον ρόλο του παγιδευμένου γιου του πρωταγωνιστή Ντένις Κουέιντ.
Το 2005 -ωστόσο- ήταν μια πολύ καλή χρονιά για τον Τζίλενχαλ, καθώς πρωταγωνίστησε στις ταινίες “Proof”, “Jarhead” και “Brokeback Mountain” που πήραν πάρα πολύ καλές κριτικές.
Επίσης πέρασε από οντισιόν για τον ρόλο του Μπάτμαν και έφτασε πολύ κοντά στο να τον πάρει, αλλά τελικά διάλεξαν για τον ρόλο τον Κρίστιαν Μπέιλ, (ευτυχώς κατά τη γνώμη μου – δεν απορρίπτω την ερμηνευτική δεινότητα του Τζίλενχαλ, αλλά θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε να εκπέμψει την υπόγεια γοητεία του σκοτεινού ιππότη τόσο απόλυτα όσο ο Μπέιλ).
Στο “Brokeback Mountain”, ο Τζίλενχαλ και ο Χιθ Λέτζερ παίζουν δύο νεαρούς άντρες που γνωρίζονται ως κάουμποϊ και συνάπτουν σχέση που ξεκινάει από το καλοκαίρι του 1963 και συνεχίζει μέχρι τον θάνατο του χαρακτήρα του Τζίλενχαλ το 1983.
Η ταινία συχνά αποκαλείται από τα media ως “η ταινία με τους γκέι καουμπόηδες”.
Το “Brokeback Μountain” κέρδισε πολλά βραβεία ανάμεσα στα οποία ήταν τέσσερις χρυσές σφαίρες, τέσσερα βραβεία BAFTA και τρία Όσκαρ. Ο Τζίλενχαλ προτάθηκε για Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου, άλλα τελικά το κέρδισε ο Τζορτζ Κλούνεϊ και κέρδισε το βραβείο BAFTA για τον Β’ ανδρικό ρόλο.
Ακολούθησαν πολλές ταινίες με το “Zodiac”, το “Rendition”, τον “Πρίγκηπα της Περσίας” και το “Source Code”, να είναι αυτές που έρχονται αμέσως στο μυαλό μου.
Η ταινία «Αριστερόχειρας» (Southpaw), θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 23 Ιουλίου 2015.
Η σκηνοθεσία είναι του Antoine Fuqua (“Training day”, “King Arthur”, “The Equalizer”) και στους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους βλέπουμε τον Οσκαρούχο Forest Whitaker και την Rachel McAdams.